αγριοματιάζω

αγριοματιάζω
[αγριομάτης]
1. αγριοκοιτάζω*
2. ματιάζω, βασκαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγριομάτης — ισσα, ικο και αγριόματος, η, ο αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό ή βάσκανο βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριο + μάτι. ΠΑΡ. αγριοματιά, αγριοματιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”